- τριγέρων
- τριγέρωνtriply oldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριγέρων — οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῑ», Αισχύλ. β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.) αρχ. (για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γέρων] … Dictionary of Greek
τριγερόντων — τριγέρων triply old masc/fem gen pl τριγέρων triply old masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγέροντα — τριγέρων triply old neut nom/voc/acc pl τριγέρων triply old masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγέροντας — τριγέρων triply old masc/fem acc pl τριγέρων triply old masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тре — приставка при цслав. прил ных, а также при превосход ной степени прилагательных, тресвятой, тресветлый, русск. цслав. трьгубъ тройной , трьногъ треножник , ст. слав. трьблаженъ τρισμακάριος, трьвеличьствьнъ τρισμέγιστος (Супр.). Ср. лит.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek